ἰδιότροπα

ἰδιότροπα
ἰδιότροπος
peculiar
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ιδιόρρυθμος — η, ο (ΑΜ ἰδιόρρυθμος, ον) αυτός που έχει ιδιαίτερο τρόπο ζωής νεοελλ. ιδιότροπος, αλλιώτικος, παράξενος νεοελλ. μσν. φρ. «ιδιόρρυθμα μοναστήρια» τα μοναστήρια στα οποία οι μοναχοί επιτρέπεται να έχουν ατομική περιουσία και να τρώνε μόνοι στα… …   Dictionary of Greek

  • ιδιότροπος — η, ο (ΑΜ ἰδιότροπος, ον) 1. αυτός που ζει, σκέπτεται και ενεργεί διαφορετικά από τους άλλους, ο ιδιόρρυθμος (α. «ιδιότροπος άνθρωπος» β. «ἰδιότροπος φύσις», Διόδ.) 2. ο ασυνήθιστος («ιδιότροπο χτένισμα») νεοελλ. δύστροπος, κακότροπος, στρυφνός.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”